873
το έργο με τίτλο Προς τον εαυτού πνευματικόν, το οποίο εντάσσεται στα λειτουργικά του έργα και
παραδίδεται από τρεις χειρόγραφους κώδικες.
Στην παρούσα μελέτη παρουσιάζονται η χειρόγραφη παράδοση του έργου, οι ιδιαιτερότητες
των χειρογράφων και η μεταξύ τους σχέση, καταγράφονται τα περιστατικά συγγραφής και ο
χαρακτήρας του έργου, αναπτύσσεται, ωσαύτως, και σχολιάζεται το περιεχόμενό του.
Ο Μανουήλ, κατά τη μετάβασή του από την Πελοπόννησο στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ
Οκτωβρίου και Μαρτίου του έτους 1415, επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη. Εκεί συνήντησε τους
οσιωτάτους και πνευματικούς πατέρες, τους ιερομονάχους της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου Δαυίδ
και Δαμιανό, στους οποίους υποσχέθηκε να αποστείλει, μόλις ολοκληρωθεί, το ημιτελές έργο του,
το οποίο συνέγραψε υπό τύπον εξομολογήσεως λόγω της αναρρώσεώς του από σοβαρή ασθένεια.
Ένα έτος αργότερα, το 1416, αποστέλλει δύο επιστολές προς τους εν λόγω ιερομονάχους, εκ
των οποίων πληροφορούμεθα σχετικά με τη συγγραφή του έργου του Προς τον εαυτού πνευματικόν.
Στην επιστολή, η οποία εξεδόθη από τους R. J. Loenertz («Epître de Manuel II Paléologue aux
moines David et Damien 1416», Silloge Bizantina in onore di Silvio Giuseppe Mercati,
Studi
Bizantini e neoellenici 9 (1957) 294-304) και G. Dennis (The Letters
of Manuel II Palaeologus,
CFHB 8,
Dumbarton Oaks, Washington 1977, σσ. 207-217), ο αυτοκράτωρ εξηγεί τους λόγους
καθυστερήσεως της αποστολής του συγγράμματός του· εν πρώτοις επιθυμούσε να μην είναι άωρο.
Με την περιγραφή, ωσαύτως, των ασχολιών του με το έργο του Ισθμού στον Μοριά, όπως και
της προσπάθειας αντιμετωπίσεως των αντιδράσων των εκεί αρχόντων, καταδεικνύει ετέρα αιτία
καθυστερήσεως της ολοκληρώσεως του συγγράμματος. Βεβαίως δεν παραλείπει να προσθέσει
μεταξύ των λόγων και την χρεία μικράς αναπαύσεως.
Η δεύτερη επιστολή, η οποία προηγείται στη χειρόγραφη παράδοση του έργου και είναι
ανέκδοτη, συνοδεύει το αποσταλέν σύγγραμμα. Οι δύο επιστολές, όπως και το έργο, χρονολογούνται
το έτος 1416.
Ο Μανουήλ συνέγραψε το εν λόγω έργο υπό τύπον εξομολογήσεως, λόγω της αναρρώσεώς
του από σοβαρή ασθένεια. Του έργου προτάσσεται Υπόθεσις, η οποία κατέχει θέση σύντομου
εισαγωγικού σημειώματος, όπου διαφαίνεται ο λόγος της συντάξεως του έργου, δηλώνεται ο
σκοπός και παρουσιάζεται συνοπτικώς το περιεχόμενό του.
Το έργο δεικνύει την ανάγκη προπαρασκευής και τις προϋποθέσεις συμμετοχής του πιστού στα
ιερά μυστήρια της Εξομολογήσεως και της Θείας Ευχαριστίας. Το περιεχόμενό του αναπτύσσεται
σε ξ΄ κεφάλαια με κυρίαρχο θέμα τη μετάνοια.
Ο άνθρωπος εξέπεσε με την παρακοή του στον Θεό, συνέτριψε την εικόνα και αποκόπηκε από
τη θεία κοινωνία. Ο φιλάνθρωπος Θεός ενηνθρώπησε, ο Σωτήρ θωράκισε τη φύση του ανθρώπου
με τη θεότητα και τη φανέρωσε απρόσιτη στους εχθρούς. Η σωτηρία, όμως, του ανθρώπου είναι
αποτέλεσμα και της θελήσεώς του, ώστε να μην καταλυθεί το αυτεξούσιο. Η μεταμέλεια και η
ομολογία της αμαρτωλότητος αλλά και το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού οδηγούν τον
άνθρωπο στη σωτηρία. Τη δε διαλλαγή μεταξύ ανθρώπου και Θεού επιφέρει η δύναμη των μυστηρίων,
η οποία φανερώνει τον πρώτο συγκληρονόμο του Σωτήρος, και κοινωνό των απορρήτων αγαθών.
Η προσέλευση στα ζωοποιά μυστήρια προϋποθέτει κάθαρση, δέος και φόβο Θεού.