Bogdan-Petru Maleon
«Alexandru Ioan Cuza» University, Iasi, Romania;
maleonb@uaic.ro
The Status of War Prisoners in Late Byzantium
The present lecture aims to present the status of war prisoners in the last period of the
Byzantine Empire. The wars led by the rulers of Constantinople were directed against pagans, seen
as obvious enemies, and often against Christian peoples. Byzantine authors mention the differences
in treatment among captives according to their religious affiliation. When fighting with opponents
of another religion, the Byzantines used to take slaves whom they accepted to release for ransom or
whom they used in prisoner exchanges. During the 11
th
-13
th
centuries they did not hesitate to take
also co-religionists into captivity, in fights in the Balkans. According to contemporary sources, over
the last two centuries of existence of the Empire, Christian armies had to refrain from enslaving the
co-religionists whom they defeated, and mostly they were not allowed to take civils into captivity.
On some confrontations among armies of Orthodox kingdoms there is evidence that the winners
took the armies of defeated soldiers and then released them. One can assume that the change of
attitude regarding the confrontation among Christians occurred amid the Ottoman pressure, when
there aroused the concept that the just war was against pagans, whom to oppose the idea of Christian
solidarity. The present study aims to analyze the changes in attitude towards the war prisoners in
late Byzantine period.
Katerina B. Korrè
Athens, Greece;
katerinakorr@yahoo.gr
Τίτλοι, αξιώματα και προσωπογραφία στο ύστερο Βυζάντιο:
ο στρατιωτικός οίκος των Λάσκαρη και το οφφίκιο του Μεγαδούκα
Παρότι δεύτερο στο βυζαντινό
cursus honorum,
ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που παρέχουν
οι βυζαντινές πηγές για το περιεχόμενο του αξιώματος του Μεγάλου Δουκός τον ύστατο αιώνα της
βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σε μια εποχή που τα αυλικά αξιώματα αντιστοιχούσαν περισσότερο
σε τιμητικούς τίτλους ή αφορούσαν υπηρεσίες αναγκαίες μόνο για την τελετουργική πλευρά του
αυτοκρατορικού θεσμού, η έκταση και το είδος των αρμοδιοτήτων του ανώτατου διοικητή του
στόλου παραμένει προς διερεύνηση.
Οι διαδοχικές αλλαγές που έχει υποστεί ο θεσμός τον 15ο αιώνα αντανακλούνται εν πολλοίς
στα πρόσωπα που τον υπηρέτησαν. Ασφαλώς, το πιο γνωστό ήταν ο μεσάζων Λουκάς Νοταράς.
Κατά τα λοιπά, μνημονεύονται ορισμένα ονόματα που έχουν σχέση με το Δεσποτάτο του Μορέως:
κάποιος Μαμωνάς της Μονεμβασίας, ένας Μανουήλ, ένας Παρασπόνδυλος.
599
Στο πλαίσιο ευρύτερης έρευνας που διεξάγουμε για τον στρατιωτικό οίκο των Λάσκαρη,
αναζητήσαμε πληροφορίες για κλάδο του οίκου που φέρει το «Μεγαδούκας» ως συνοδευτικό
του επωνύμου. Στηριζόμενοι σε δύο ομάδες τεκμηρίων, προσπαθήσαμε να ανασυστήσουμε το
γενεαλογικό δέντρο του οίκου τον 15ο αιώνα. Η πρώτη ομάδα αφορά σε τεκμήρια προερχόμενα
κυρίως από τη δράση των απογόνων των Λάσκαρη στη Βενετία ως αρχηγών ελληνικών και
αλβανικών μισθοφορικών ομάδων που οι Βενετοί αποκαλούσαν
stradioti
(από τον ελληνικό
όρο στρατιώται). Εντοπίστηκαν στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας. Η δεύτερη ομάδα αφορά σε
μια
saga
της οικογένειας –τυπικό λογοτεχνικό είδος στην Ιταλία από τον 17ο αιώνα και μετά-
που παρήγγειλε και συνέβαλε στη δημιουργία της ο Γεώργιος Λάσκαρης, κυβερνήτης σώματος
μισθοφόρων στρατιωτών το 1656.
Βάσει των εγγράφων αυτών και διασταυρώνοντας εξαντλητικά τις πληροφορίες που παρέχουν
τόσο μεταξύ τους όσο και με τις υπάρχουσες βυζαντινές πηγές, είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε
την ταυτότητα και το γενεαλογικό δέντρο ενός άγνωστου Μεγαδούκα: πρόκειται για τον Μανουήλ
Λάσκαρη Παρασπόνδυλο, πατέρα του πρωτοστράτορα Ισαάκιου Λάσκαρη Παρασπόνδυλου,
κουνιάδου του Δημητρίου Παλαιολόγου Δεσπότη του Μυστρά. Είναι το δεύτερο μέλος του οίκου
που αναλαμβάνει το αξίωμα, μετά τον Μιχαήλ Τζαμαντούρο Λάσκαρη, αδελφό του Θεοδώρου Α’
αυτοκράτορα της Νίκαιας.
Από τα αρχειακά τεκμήρια προκύπτει επίσης η θεσμική σύνδεση του τίτλου του μεγαδούκα με
εκείνον του πρωτοστράτορα, του διοικητή της εμπροσθοφυλακής του στρατού. Επί Παλαιολόγων,
ο πρωτοστράτωρ διοικούσε το ελαφρό ιππικό των ελλήνων και αλβανών ιππέων του Δεσποτάτου,
τους οποίους θα χρησιμοποιήσουν αργότερα οι Βενετοί ως
stradioti
. Το αξίωμα του πρωτοστράτορα
αποτελούσε εφαλτήριο για εκείνο του μεγάλου δουκός. Η εγγύτητα επεκτείνεται και στα δηλωτικά
των δύο αξιωμάτων
(π.χ. το δεκανίκιον), σύμφωνα με το πρωτόκολλο της αυλής. Επιπλέον, η
σταθερή σύνδεση των αξιωμάτων που έφεραν οι Λάσκαρη (μεγαδούκας, πρωτοστράτωρ) με
την επικράτεια του Δεσποτάτου προσδιορίζει και το περιεχόμενο του αξιώματος του μεγαδούκα
γεννώντας περαιτέρω ερωτηματικά για την ταυτότητα και άλλων προσώπων που αυτοαποκαλούνται
«μεγαδούκες» στα βενετικά έγγραφα της συγκεκριμένης περιόδου.
Αν τελικά, όπως προκύπτει, ο τίτλος του «μεγάλου δουκός» την παλαιολόγεια περίοδο
υποδήλωνε απλώς την έκταση της ισχύος, ήταν δηλαδή συνώνυμο του μεγάλου άρχοντα, τότε
το περιεχόμενό του παύει να δηλώνει θεσμό· επανέρχεται στην αρχική, δημώδη απόδοση του
κατόχου αξιώματος με ευρείες εξουσίες, ως «μεγάλου δουκός». Ένα από αυτά τα αξιώματα –που
έχει όμως συγκεκριμένο περιεχόμενο- θα μπορούσε να είναι και εκείνο του πρωτοστράτορα, το
οποίο συνοδεύει με αξιοσημείωτη σταθερότητα, στα προαναφερόμενα έγγραφα, τους τελευταίους
φορείς του τίτλου του «μεγαδούκα».
600
Do'stlaringiz bilan baham: |